επανωβελονιά

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source

Greek Monolingual

και πανωβελονιά, η
είδος βελονιάς κατά την οποία το νήμα περνά πάνω από τις άκρες δύο κομματιών τοποθετημένων το ένα πάνω στο άλλο.