ἐπαρχιώτης

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρχιώτης Medium diacritics: ἐπαρχιώτης Low diacritics: επαρχιώτης Capitals: ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ
Transliteration A: eparchiṓtēs Transliteration B: eparchiōtēs Transliteration C: eparchiotis Beta Code: e)parxiw/ths

English (LSJ)

ἐπαρχιώτου, ὁ, a provincial, Hadrian.Epist. ap. Justin. M.Apol.1.68, Jul.Ep.14, BGU1024vi24 (iv A. D.):—also written ἐπαρχ-εώτης, Just.Nov.128.21, al., Cod.Just.1.33.4.

German (Pape)

[Seite 905] ὁ, u. fem. ἐπαρχιῶτις, ιδος, ein Mensch aus der Provinz, Sp., wie Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρχιώτης: -ου, ὁ, ὁ κάτοικος ἐπαρχίας, Εὐσέβ. ΙΙ. 325C., 825Α, 833Α, Ἰουλιαν. Αὐτοκρ. 384D· - θηλ. ἐπαρχιῶτις, ιδος, Βυζ. 2) μέλος ἐπαρχίας, Σύνοδ. Ἀντιοχ. 20, Κωνστ. Ι. 6, Ἐφέσου 2, περὶ ἐπαρχιακῶν Ἐπισκόπων.

Greek Monolingual

και επαρχεώτης, ο, θηλ. επαρχιώτις και επαρχιώτισσα (AM ἐπαρχιώτης και ἐπαρχεώτης, θηλ. ἐπαρχιῶτις) επαρχία
ο κάτοικος της επαρχίας ή ο καταγόμενος από επαρχία
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει λεπτούς τρόπους, ο αγροίκος.