επαχθώς

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Greek Monolingual

(Α ἐπαχθῶς)
επίρρ. με τρόπο επαχθή, αφόρητα, δυσάρεστα.