επαύριο

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπαύριον) επίρρ. αύριο
(συν. με το θηλ. αρθρ. ως επίθ.) ἡ ἐπαύριον
αύριο, την επόμενη ημέρα συν. («ὅλην τὴν ἡμέραν τὴν ἐπαύριον», ΠΔ
«τῇ δ' ἐπαύριον τῶν πολεμίων χωρισθέντων», Πολ.).