επεισκαλώ

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

ἐπεισκαλῶ, -έω (Α)
καλώ κάποιον να μετάσχει σε συγκέντρωση.