επετειόκαρπος

From LSJ

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source

Greek Monolingual

ἐπετειόκαρπος, -ον (Α)
αυτός που καρποφορεί κάθε χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επέτειος + καρπός].