επιδιαιτητής

From LSJ

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source

Greek Monolingual

ο διαιτητής
διαιτητής ο οποίος ορίζεται από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές ή σύμφωνα με σύμβαση διαιτησίας σε περίπτωση διαφωνίας ή ισοψηφίας διαιτητών ή εμπειρογνωμόνων.