επικαρπωτής

From LSJ

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352

Greek Monolingual

ο
(νομ.) αυτός που έχει ή παίρνει το δικαίωμα της επικαρπίας ενός κινητού ή ακίνητου πράγματος.