επιμήχανος

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek Monolingual

ἐπιμήχανος, -ον (Α)
πανούργος, αυτός που σχεδιάζει με πανουργία κάτι.