επιμιξία
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
Greek Monolingual
η (AM ἐπιμιξία και ἐπιμειξία
Α και ἐπιμιξίη) επίμικτος
η διασταύρωση δύο ομάδων, φυλών ή λαών με επιγαμία
νεοελλ.
τεχνική αναπαραγωγή ζώων με την ένωση δύο αναπαραγωγέων που δεν ανήκουν σε γνήσιες γενιές
αρχ.-μσν.
1. επικοινωνία, συνάφεια, σχέση ανθρώπων («ἐπιμιξίαι μὲν ἦσαν τοῖς Ἀθηναῖοις καὶ Πελοποννησίοις», Θουκ.)
2. σαρκική επαφή
αρχ.
(για στοιχεία) συνδυασμός, ένωση.