επιπέδωση
From LSJ
πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
Greek Monolingual
η (Α ἐπιπέδωσις) επιπεδούμαι
σχηματισμός επίπεδης, ομαλής επιφάνειας, ισοπέδωση.
πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
η (Α ἐπιπέδωσις) επιπεδούμαι
σχηματισμός επίπεδης, ομαλής επιφάνειας, ισοπέδωση.