σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
προσθέτω επί πλέον.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + προσθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Μαργαρίτη Δήμιτσα].