επισημότητα

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐπισημότης) επίσημος
1. η ιδιότητα του επίσημου, κύρος, σοβαρότητα, εγκυρότητα, αυθεντικότητα
2. πανηγυρικότητα («η υποδοχή του έγινε με κάθε επισημότητα»)
νεοελ. στον πληθ. φρ. «οι επισημότητες του τόπου» — οι επίσημοι.