επιστέγασμα

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source

Greek Monolingual

το επιστεγάζω
1. στέγη
2. το τελικό συμπλήρωμα ενός έργου, προσφοράς κ.λπ.