επιστέγασμα
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
Greek Monolingual
το επιστεγάζω
1. στέγη
2. το τελικό συμπλήρωμα ενός έργου, προσφοράς κ.λπ.
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
το επιστεγάζω
1. στέγη
2. το τελικό συμπλήρωμα ενός έργου, προσφοράς κ.λπ.