Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιστεφής

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430

Greek Monolingual

ἐπιστεφής, -ές (AM)
ο καλυμμένος, σκεπασμένος («ὕλης ἀγρίας ἐπιστεφής», Αρχίλ.)
μσν.
στολισμένος («ἐπιστεφής φρονήσεως ἡ κεφαλή», Ευστ.)
αρχ.
φρ. «κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο» — κρατήρες γεμάτους κρασί μέχρι τη στεφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στεφής (< στέφος)].