επισφράγιση
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Greek Monolingual
η (AM ἐπισφράγισις)
επισφραγίζω
1. το σφράγισμα και κατά συνεκδοχή η επικύρωση, η επιβεβαίωση
2. μτφ. ολοκλήρωση, επιστέγαση
αρχ.
(μετρ.) η πτώση του ρυθμού στον στίχο.