επονομασία

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἐπονομασία)
νέα, πρόσθετη ονομασία από κάποια αιτία («τοὺς βαπτιζομένους ἐπὶ τρισμακαρίᾳ ἐπονομασία» — αυτούς που βαπτίζονται για να αποκτήσουν το τρισμακάριστο όνομα του χριστιανού, Κλήμ. Αλ.).