επονομασία
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἐπονομασία)
νέα, πρόσθετη ονομασία από κάποια αιτία («τοὺς βαπτιζομένους ἐπὶ τρισμακαρίᾳ ἐπονομασία» — αυτούς που βαπτίζονται για να αποκτήσουν το τρισμακάριστο όνομα του χριστιανού, Κλήμ. Αλ.).