επτάγωνος

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑπτάγωνος, -ον)
αυτός που έχει επτά γωνίες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ επτάγωνο
γεωμετρικό σχήμα με επτά πλευρές και επτά γωνίες
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑπτάγωνα
είδος μουσικών οργάνων.