επτάδουλος

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source

Greek Monolingual

ἑπτάδουλος, -ον (Α)
επτά φορές δούλος, δούλος από έβδομη γενιά.