επτάδωρος

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

ἑπτάδωρος, -ον (Μ)
φρ. «ἑπτάδωρος χάρις» — χάρη, ευλογία με τα επτά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.