επτάμορφος

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source

Greek Monolingual

ἑπτάμορφος, -ον (Μ)
αυτός που εμφανίζεται με επτά διαφορετικές μορφές («τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας τὸ ἑπτάμορφον», Μεθόδ.).