επτάμορφος

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek Monolingual

ἑπτάμορφος, -ον (Μ)
αυτός που εμφανίζεται με επτά διαφορετικές μορφές («τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας τὸ ἑπτάμορφον», Μεθόδ.).