στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
ἑπτάρρους, -ουν (Α)(για τον Νείλο) με επτά κοίτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + ρους (< ρέω).