επτακότυλος

From LSJ

Greek Monolingual

ἑπτακότυλος, -ον (Α)
(για δοχείο) αυτός που χωρά ή περιέχει επτά κοτύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + κοτύλη «μέτρο υγρών»].