επταφεγγής
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek Monolingual
ἑπταφεγγής. -ές (Α)
φρ. «σφαῖρα ἑπταφεγγής» — ο ουράνιος θόλος με τους επτά πλανήτες.
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
ἑπταφεγγής. -ές (Α)
φρ. «σφαῖρα ἑπταφεγγής» — ο ουράνιος θόλος με τους επτά πλανήτες.