εράνισμα

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek Monolingual

το (AM ἐράνισμα) ερανίζω
συλλογή γνωμών, αποφθεγμάτων, χωρίων και αποσπασμάτων από διαφόρους συγγραφείς.