Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
ἐρίβρυχος, -ον (Α)
1. αυτός που βρυχάται ισχυρά, ο εριβρύχης («ἐρίβρυχοί τε λέαιναι», Οππ.)
2. (για ήχο ή για σάλπιγγα) αυτός που ηχεί ισχυρά, που έχει βαθύ ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βρυχος (< βρύχομαι)].