εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
ἐρίβωλος, -ον (Α)βλ. εριβώλαξ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτατικό μόριο) + βώλος «όγκος χώματος»].