ερίβωλος

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

ἐρίβωλος, -ον (Α)
βλ. εριβώλαξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτατικό μόριο) + βώλος «όγκος χώματος»].