ερίδιον
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
ἐρίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του έριον) μαλλί λεπτό ή μικρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριον υποκορ. επίθημα + -ίδιον].