ερίζωος

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

ἐρίζωος, -ον (Α)
μακρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -ζώος (< ζω)].