ερίθυμος

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source

Greek Monolingual

ἐρίθυμος, -ον (Α)
οξύθυμος, βίαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + θυμός.