ερίτμητος

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source

Greek Monolingual

ἐρίτμητος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοπεί καλά («ἐρίτμητοι ἱμάντες», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -τμητός (< τέμνω)].