εργατόκρανο

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source

Greek Monolingual

το
το άνω τμήμα του εργάτη πλοίου στις οπές της στεφάνης του οποίου εισάγονται οι σκυτάλες.