εριουργείο
From LSJ
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
Greek Monolingual
το (Α ἐριουργεῖον) εριουργός
νεοελλ.
εργοστάσιο κατασκευής μάλλινων υφασμάτων
αρχ.
κατάστημα, εργαστήριο κατεργασίας μαλλιών.
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
το (Α ἐριουργεῖον) εριουργός
νεοελλ.
εργοστάσιο κατασκευής μάλλινων υφασμάτων
αρχ.
κατάστημα, εργαστήριο κατεργασίας μαλλιών.