εριούνιος

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source

Greek Monolingual

ἐριούνιος και ἐριούνης, ὁ (Α)
1. (για τον Ερμή) α) επικό επίθ. αβέβαιης σημασίας (πιθ. ο πολύ ευφυής ή ο πολύ ωφέλιμος)
β) (και απόλ.) Ἐριούνιος
ο Ερμής
2. ως επίθ.ἐριούνιος νόος» — επιεικής, Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].