επιεικής
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
-ές (AM ἐπιεικής, -ές)
συγκαταβατικός, ήπιος στην κρίση του, μετριοπαθής
αρχ.-μσν.
1. πράος, αγαθός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιεικές
α) επιείκεια, συγκαταβατικότητα
β) αγαθότητα
αρχ.
1. αρμόδιος, κατάλληλος («τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλόν... ἀλλ’ ἐπιεικέα τοῖον», Ομ. Ιλ.)
2. λογικός, εύλογος («πρόφασίς τε επιεικής μηδεμία ὑπάρχοι τῆς ἀποστάσεως», Θουκ.)
3. αρτιμελής («παῖς τὰ μὲν ἄλλα ἐπιεικής, ἄφωνος δέ», Ηρόδ.)
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπιεικεῖς
η ανώτερη, η πιο μορφωμένη τάξη
5. φρ. α) ἐπιεικὲς ή «ὡς ἐπιεικές» — όπως πρέπει
β) «πρὸς τὸ ἐπιεικές» — με επιείκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -εικής, στο οποίο απαντά η ρίζα του έοικα (βλ. και εικόνα). Ο τ. επιεικής συνδέεται σημασιολογικά με το επέοικα «προσήκω, αρμόζω» και δηλώνει τη σημασία του πρέποντος (πρβλ. την απρόσ. έκφρ. εικός εστί «είναι φυσικό, είναι πρέπον»), μετριοπαθούς, λογικού, σημασία που έχει και το ουσιαστικό επιείκεια. Η λ. επιεικής αντιτίθεται στο επίθετο δίκαιος «αυτός που εφαρμόζει αυστηρά τον νόμο»].