εριόστεπτος
From LSJ
Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht
Greek Monolingual
ἐριόστεπτος, -ον (Α)
ο στεφανωμένος με μαλλί («ἐριοστέπτοισι κλάδοισιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -στεπτός (< στέφω)].