εριόστεπτος

Greek Monolingual

ἐριόστεπτος, -ον (Α)
ο στεφανωμένος με μαλλί («ἐριοστέπτοισι κλάδοισιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έριο(-ν) + -στεπτός (< στέφω)].