ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
ἑρμάζω (Α) έρμα1. στηρίζω, στερεώνω2. (κατά τον Ησύχ.) «ἑρμάσαιἐλαφρῶς περιελίξαι».