ερμάζω

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek Monolingual

ἑρμάζω (Α) έρμα
1. στηρίζω, στερεώνω
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἑρμάσαι
ἐλαφρῶς περιελίξαι».