ερυθροπρόσωπος

From LSJ

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM έρυθροπρόσωπος, -ον)
αυτός που έχει ερυθρό πρόσωπο, ο κοκκινοπρόσωπος.