ερυθρόστικτος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
-η, -ο (Α ἐρυθρόστικτος, -ον)
αυτός που έχει ερυθρά στίγματα, ο ερυθροποίκιλτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -στικτός < στίζω].