ἐρυθρόστικτος

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source

German (Pape)

[Seite 1036] rotgefleckt, Diosc.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐρυθρόστικτος, -ον)
αυτός που έχει ερυθρά στίγματα, ο ερυθροποίκιλτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -στικτός < στίζω].