ερυσιπελατώδης
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Greek Monolingual
-ες (AM ἐρυσιπελατώδης, -ες) ερυσίπελας
αυτός που μοιάζει με ερυσίπελας («ἐρυσιπελατώδεις φλεγμοναί», Διόσκ.).
επίρρ...
ἐρυσιπελατωδῶς (Α)
με τρόπο ερυσιπελατώδη («ἐρυσιπελατωδῶς ἔχειν», Γαλ.).