ερωμένος

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἐρωμένος, -η, -ον(Α) ἐρώμενος, -η, -ον)
βλ. ερώ (I).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερώμενος είναι μτχ. ενεστ. του αρχ. ερώμαι, ενώ ο τ. ερωμένος τονίστηκε αναλογικά προς το θηλ. ερωμένη].