γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
ἐρύγμηλος, -η, -ον (Α)αυτός που μουγκρίζει δυνατά.[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο του ταύρου που προέρχεται από ερυγμή ερεύγομαι (II)] + επίθημα -ηλο]].