εταιρισμός

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἑταιρισμός) εταιρίζω
η πορνική ζωή, η πορνεία.