ετεράριθμος

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314

Greek Monolingual

ἑτεράριθμος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι διαφορετικού αριθμού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτεράριθμον
η μεταβολή αριθμού, η αλλαγή από τον ενικό αριθμό στον πληθυντικό, ως σχήμα λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + αριθμός].