Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
ἑτερώ, -όω (Α) έτεροςκαθιστώ κάτι διαφορετικό, αλλοιώνω, μεταβάλλω.