ετερώ

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

Greek Monolingual

ἑτερώ, -όω (Α) έτερος
καθιστώ κάτι διαφορετικό, αλλοιώνω, μεταβάλλω.