ετοιμοκόλλιξ

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420

Greek Monolingual

ἑτοιμοκόλλιξ, ὁ (Α)
αυτός που δίνει δωρεάν, που μοιράζει κόλλικας, δηλ. κουλλούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + κόλλιξ «κουλλούρι»].