κουλλούρι
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
Greek Monolingual
και κουλούρι, το
1. μικρή κουλούρα
2. ψωμί που μοιάζει με κρίκο αλυσίδας και η επιφάνειά του είναι συνήθως καλυμμένη με σουσάμι ή ζάχαρη
3. (σχετικά με τη βαθμολογία μαθητών) το μηδενικό
4. ναυτ. ο δακτύλιος που βρίσκεται στο άνω μέρος του στελέχους της άγκυρας και στον οποίο προσδένεται η καδένα, αλλ. ανέλλο
5. κοινή ονομασία του φυτού δακτυλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολλούριον, με κώφωση του -ο- (< κολλύριον «κουλούρα»)].