ετοιμοπενθής
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
Greek Monolingual
ἑτοιμοπενθής, -ές (Μ)
ο ευαίσθητος στα πένθη, στις λύπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυπενθής].