ετοιμόσβηστος
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
-η, -ο (Μ ἑτοιμόσβεστος, -ον)
1. ο έτοιμος να σβήσει, αυτός που πάει να σβήσει («ετοιμόσβηστη φωτιά»)
2. αυτός που σβήνει εύκολα.